- φαντάζεται
- φαντάζομαιpres ind mp 3rd sgφαντάζωmake visiblepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… … Dictionary of Greek
αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… … Dictionary of Greek
δυσφάνταστος — δυσφάνταστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία … Dictionary of Greek
ευφαντάσιος — εὐφαντάσιος, ον (Α) αυτός που φαντάζεται ωραία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασία] … Dictionary of Greek
ευφαντασίαστος — εὐφαντασίαστος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που πλάθει με τη φαντασία του ωραία πράγματα 2. παθ. αυτόν τον οποίο εύκολα φαντάζεται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιάζομαι] … Dictionary of Greek
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek
ιδεώδης — ες 1. ο ιδανικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδεώδες α) αυτό που υπάρχει μόνο στη σκέψη β) καθετί που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το πνεύμα, ιδανικό γ) τελειότητα την οποία φαντάζεται το πνεύμα, χωρίς να μπορεί να τή … Dictionary of Greek
κυνάνθρωπος — ο (AM κυνάνθρωπος, ον) νεοελλ. 1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος 2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος αρχ. φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» κυνανθρωπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek
κυνανθρωπία — η ιατρ. μορφή φρενοπάθειας κατά την οποία ο ασθενής φαντάζεται ότι μεταμορφώθηκε σε σκύλο … Dictionary of Greek